-
1 διεξειμι
[εἶμι]1) проходить насквозь, переходить(διά τι Her. и τι Her., Polyb., Plut.)
τῇ διεξίμεναι πεδίονδε Hom. — выйти через это место (из города) на равнину;δ. τὰς πύλας Xen. — пройти ворота;δ. τὸ πεπερασμένον Arst. — переступить предел2) обстоятельно расследоватьἔργοις ἂν εἶδες τοὺς κακοὺς διεξιών Eur. — по внимательном рассмотрении ты узнал бы действительных преступников
3) по порядку рассказывать, излагать, говорить(τι Isocr., Plat., Arst., Polyb. и περί τινος Isocr., Plat., Arst., Plut.)
4) публично произносить(ἐγκώμιον ἐν ἀγορᾷ Plut.)
5) прочитывать, читать(φιλοσόφων συγγράμματα Plut.)
См. также в других словарях:
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek